Λέξη: τραγιάσκα

Σχετικές λέξεις: τραγιάσκα

η τραγιάσκα, τραγιάσκα στα αγγλικά, τραγιάσκα στιχοι, παιδική τραγιάσκα, τραγιάσκα ανδρική

Συνώνυμα: τραγιάσκα

καπάκι, κάλυμμα, πώμα, τάπα, καπέλο

Μεταφράσεις: τραγιάσκα

τραγιάσκα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cap, a cap

τραγιάσκα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gorra, tapadera, tapador, tapadero, gorro, tapón, birrete, tapa, capuchón

τραγιάσκα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ventilkappe, haube, kappe, mütze, laufflächenkrone, pessar, deckel, zündkapsel, laufflächengummi, bedecken, sprengkapsel, Mütze, Kappe, Deckel, Kappen

τραγιάσκα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
képi, bonnet, cornette, bâche, coiffe, toque, chaperon, bouchon, couvercle, casquette, chapeau, béguin, capuchon, calotte, détonateur, capsule

τραγιάσκα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
berretto, capsula, cappa, calotta, cappuccio, cap, coperchio, cappello

τραγιάσκα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boné, tampão, barrete, gorro, boina, tampa, cap, tampa de, boné de

τραγιάσκα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baret, muts, pet, kapje, kap, dopje, cap

τραγιάσκα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фуражка, цоколь, капсюль, берет, крышка, шапка, запечатывать, картуз, кепи, капюшон, колпак, чепец, кепка, шапочка, пистон, колпачок

τραγιάσκα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lue, hette, cap, hetten, lokket

τραγιάσκα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mössa, keps, locket, lock, cap

τραγιάσκα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nalli, lippalakki, pipo, lakki, myssy, päähine, korkki, cap, suojus

τραγιάσκα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hue, hætte, kasket, fælles landbrugspolitik, cap, hætten

τραγιάσκα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
víko, uzávěr, čepec, kapsle, čepka, klobouček, čepička, víčko, čapka, čepice, čepicí, kšiltovka

τραγιάσκα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kołpak, nasadka, kapelusz, pokrywka, zakrętka, pokrywa, nakrętka, kapturek, czepek, nakrywka, kapsel, czapka

τραγιάσκα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fityula, sapka, KAP, kupak, kupakot

τραγιάσκα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kasket, başlık, kapak, kap, kapağı, cap

τραγιάσκα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шапочка, запечатувати, картуз, капюшон, шапка, кришка, кришку

τραγιάσκα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapak, cap, kapak të, i pragut, i pragut të

τραγιάσκα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капак, каскет, капачка, капачката, шапка

τραγιάσκα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вечка, крышка, канцы, накрыўка

τραγιάσκα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülempiir, nokats, müts, kork, cap, kate, korgi, korgiga

τραγιάσκα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapsula, kapisla, kapom, kapa, kapica, poklopac, kapu, cap

τραγιάσκα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húfa, hettu, loki, húfu, lokið

τραγιάσκα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kepuraitė, kepurė, dangtelis, dangtelį, dangteliu

τραγιάσκα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žokejcepure, cepurīte, cepure, vāciņu, vāciņš, cap, uzgalis

τραγιάσκα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капа, капаче, капакот, капачето, капата

τραγιάσκα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bonetă, capac, capacul, cap, capac de, plafon

τραγιάσκα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čepice, kapa, čepica, cap, kapica, Pokrov, pokrovček

τραγιάσκα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čapica, čepiec, čiapky, čiapka, čapice, čepice
Τυχαίες λέξεις