Uświnić στα ελληνικά
Μετάφραση: uświnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λερωμένος, βρώμικος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezbrzeżny στα ελληνικά - απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
- dalej στα ελληνικά - περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ακόμη
- dosłyszeć στα ελληνικά - ακούω, αρπάζω, πιάνω, ακούσει, ακούσετε, ακούει, ακούνε
- etylenowy στα ελληνικά - αιθυλενίου, του αιθυλενίου, αιθυλένιο, αιθυλενο, από αιθυλένιο
Τυχαίες λέξεις
Uświnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λερωμένος, βρώμικος
Μεταφράσεις: λερωμένος, βρώμικος