Λέξη: λατρεύω

Σχετικές λέξεις: λατρεύω

λατρεύω στα αγγλικά, λατρεύω βικιλεξικο, λατρεύω ετυμολογία, λατρεύω τον άντρα μου, λατρεύω συνώνυμα, λατρεύω λεξικο, λατρεύω translation, λατρεύω in english, λατρεύω ορισμός, λατρεύω τα γιάννενα μου

Συνώνυμα: λατρεύω

ευλογώ, ευγνωμονώ, προσκυνώ

Μεταφράσεις: λατρεύω

λατρεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
worship, adore, I love, love, I love it

λατρεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
culto, deificar, idolatrar, adorar, adoración, la adoración, el culto

λατρεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verehrung, anbeten, vergöttern, Anbetung, Gottesdienst, Verehrung, Kult, Gottesdienstes

λατρεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adoration, idolâtrer, révérer, culte, vénérer, vénération, honorer, adorer, le culte, l'adoration, cultes

λατρεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adorare, culto, venerare, adorazione, il culto, di culto

λατρεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adorar, adoração, idolatrar, afligir, preocupar, preocupação, reverenciar, culto, a adoração, o culto

λατρεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eredienst, vereren, aanbidden, verering, aanbidding, verafgoden, adoreren, adoratie, de eredienst

λατρεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благоговеть, преклоняться, обожествлять, почитать, боготворить, поклоняться, поклонение, поклонения, богослужение, культ

λατρεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyrke, tilbe, tilbedelse, tilbedelsen, tilber, gudsdyrkelse

λατρεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avguda, dyrkan, dyrka, tillbedja, tillbedjan, vörda, gudstjänst

λατρεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palvoa, palvonta, palvonnan, palvontaa, jumalanpalveluksessa, palvontaan

λατρεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse

λατρεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uctívání, uctívat, zbožňovat, ctít, poklonit, bohoslužby, bohoslužba

λατρεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ubóstwiać, wielbić, uwielbiać, czcić, uwielbienie, kult, cześć, kultu

λατρεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
imádás, imádat, istentisztelet, imádják, istentiszteleti

λατρεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ibadet, tapınma, tapınması, ibadeti, bir ibadet

λατρεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
погіршується, поклоніння

λατρεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adhuroj, adhurim, adhurimi, adhurimit, të adhurojnë, adhurimin

λατρεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преклонение, култ, поклонение, богослужение, поклонението

λατρεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакланенне, глыбокая пашана, пакланеньне, пашана, адарацыя

λατρεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kummardama, kummardamine, jumalateenistuse, jumalateenistuste, kummardamise

λατρεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obožavanje, obožavati, štovanje, bogoslužje, klanjati, obožavanja

λατρεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýrka, tilbeiðsla, tilbiðja, dýrkun, tilbeiðslu

λατρεύω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cultus

λατρεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garbinimas, garbinimo, šlovinimas, garbinimą, garbinti

λατρεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cienīšana, dievināt, dievkalpojumu, pielūgsme, pielūgsmes, godināšana

λατρεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обожување, обожавање, поклонуваат, богослужба, богослужење

λατρεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cult, închinare, închinarea, închinării, de închinare

λατρεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bogoslužje, čaščenje, worship, čaščenja, častili

λατρεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uctievanie, uctievania, uctievaniu, uctievaní
Τυχαίες λέξεις