Użycie στα ελληνικά

Μετάφραση: użycie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργασία, φθίση, συσκευή, αίτηση, κατανάλωση, χρήση, εφαρμογή, άσκηση, χρησιμοποιώ, προσήλωση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Użycie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cisza στα ελληνικά - νηνεμία, γαλήνη, ησυχασμός, ηρεμία, ήσυχος, σιγή, σωπαίνω, ...
  • doczesny στα ελληνικά - γήινος, εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, τετριμμένος, χρονική, χρονικής, ...
  • dostojny στα ελληνικά - σοβαρός, αξιοπρεπής, επιβλητικός, αύγουστος., σεμνοπρεπής, αρχοντική, αρχοντικό, ...
  • izobaryczny στα ελληνικά - ισοβαρής, ισοβαρικές, ισοβαρικών, ισοβαρική, ισοβαρικό
Τυχαίες λέξεις
Użycie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργασία, φθίση, συσκευή, αίτηση, κατανάλωση, χρήση, εφαρμογή, άσκηση, χρησιμοποιώ, προσήλωση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση