Λέξη: όζον

Σχετικές λέξεις: όζον

όζον θεσσαλονίκη, όζον στην ατμόσφαιρα, όζον επιπτώσεις στην υγεία, όζον στο θυροειδή, όζον στο νερό, όζον και υγεία, όζον θεραπεία, όζον περιοδικό, όζον νερό, όζον ρύπος

Μεταφράσεις: όζον

όζον στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ozone, level ozone, of ozone, ozone is

όζον στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ozono, de ozono, el ozono, del ozono, capa de ozono

όζον στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ozon, Ozon, Ozons, Ozon-

όζον στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ozone, l'ozone, d'ozone, couche d'ozone

όζον στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ozono, di ozono, dell'ozono, l'ozono, all'ozono

όζον στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ostra, ozônio, ozono, de ozono, de ozônio, do ozono

όζον στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ozon, ozonlaag, van ozon, de ozonlaag

όζον στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
озон, озона, озонового, озоновый, озоном

όζον στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ozon, ozonet, nært ozon

όζον στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ozon, nära ozon, ozonet, ned ozon

όζον στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
otsoni, otsonin, otsonia, otsonikerrosta, otsonilla

όζον στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ozon, indhold af ozon, af ozon, ozonlaget

όζον στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ozón, ozonu, ozon, ozónu, ozonovou

όζον στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krok, ozon, chód, ozonu, ozonowej, ozonowa, ozonową

όζον στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ózon, az ózon, ózont, ózonnal, ózonréteget

όζον στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ozon, ozonun

όζον στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
озон

όζον στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ozon, ozonit, e ozonit, ozoni, të ozonit

όζον στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
озон, озоновия, озона, на озон, на озона

όζον στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
азон, Озон

όζον στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osoon, osooni, osoonikihti, osoonikihi, osooniga

όζον στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ozon, ozona, ozonski, ozonskog, ozonom

όζον στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óson, ósons, ósón, ósons í, óson í

όζον στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ozonas, ozono, ozono sluoksnio, ozoną, ozono sluoksnį

όζον στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ozons, ozona, ozonu, ozona slāņa

όζον στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
озон, озонската, озонот, озонска, озонскиот

όζον στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ozon, de ozon, ozonului, ozonul, cu ozon

όζον στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ozon, ozón, ozona, ozone, ozonska, ozonu

όζον στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ozón, ozónu, ozónovú vrstvu
Τυχαίες λέξεις