Ucałować στα ελληνικά

Μετάφραση: ucałować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φίλημα, φιλώ, φιλί, το φιλί, φιλί για, kiss
Ucałować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • awangardyzm στα ελληνικά - εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία, πρωτοπορίας, εμπροσθοφυλακής, πρωτοπόρα
  • barwny στα ελληνικά - ζωντανός, έγχρωμος, χρωματιστός, γλαφυρός, πολύχρωμος, γραφικός, πολύχρωμα, ...
  • biesiada στα ελληνικά - πανηγύρι, πανδαισία, ξεφάντωμα, συμπόσιο, καθιστικός, ευωχούμαι, συνεδρίαση, ...
  • co στα ελληνικά - σαν, όπως, τι, αυτό που, το τι, ποια
Τυχαίες λέξεις
Ucałować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φίλημα, φιλώ, φιλί, το φιλί, φιλί για, kiss