Λέξη: ευρύς

Σχετικές λέξεις: ευρύς

ευρύς κλίση, ευρύς ευρέως, ευρύς καρλοβασι, ευρύς αγγλικά, ευρύς κλίση αρχαια, ευρύς συνώνυμα

Συνώνυμα: ευρύς

πλατύς, φαρδύς, επαρκής, επαρκώς, μέγας, μεγάλος, καθολικός, ευρύτατος, περιεκτικός, σαρωτικός

Μεταφράσεις: ευρύς

ευρύς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
broad, wide, large, a broad

ευρύς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lato, ancho, vasto, amplio, extenso, general, amplia, ancha

ευρύς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
breite, weit, unbestimmt, breit, enzyklopädisch, breiten, breites

ευρύς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
large, ample, étendu, vaste, universel, général, grande, générale

ευρύς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aperto, ampio, largo, un'ampia, vasta, ampia

ευρύς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
largo, extenso, espaçoso, vasto, amplo, ampla, larga, vasta

ευρύς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breedvoerig, uitgebreid, ruim, uitgestrekt, royaal, veelomvattend, breed, wijd, groot, brede, ruime, grote

ευρύς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ясный, расширительный, простой, свободный, хлеб, тупой, просторный, основной, главный, обширный, широкий, широкая, широкое, широкой, широкого

ευρύς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bred, brede, bredt, førsteklasses, nødvendige

ευρύς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bred, utsträckt, vidsträckt, brett, breda, omfattande, stort

ευρύς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avara, naikkonen, leveä, hempukka, laaja, aava, laajan, laajaa, laajasti

ευρύς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udstrakt, bred, stor, brede, bredt, lang, omfattende

ευρύς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
značný, všeobecný, obsáhlý, zevrubný, všestranný, široce, široký, povšechný, širý, široká, široké, širokou

ευρύς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ogólny, obszerny, szeroki, łasy, wszechstronny, rozległy, szerokie, szeroka

ευρύς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
széles, türelmes, széles körű, átfogó, széleskörű, tág

ευρύς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geniş, geniş bir, birçok, genel

ευρύς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хліб, широкий, широке, можливостей, широкого

ευρύς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjerë, grua, i gjerë, të gjerë, e gjerë, gjërë

ευρύς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
широк, широка, широко, широки, широкия

ευρύς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыпокi, шырокі, шырокае

ευρύς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lai, tots, laia, ulatuslik, laialdane, laialdast

ευρύς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
širok, prostran, prost, širokoj, širokog, širi, široko, široki, široka

ευρύς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viður, breiður, breið, breitt, víðtæk, víðtæka

ευρύς στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
latus

ευρύς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
platus, plati, plataus, plačiai, plačios

ευρύς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plašs, plats, plaša, plašā, plaši

ευρύς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
широки, широк, широка, широко, широката

ευρύς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
larg, largă, larga, largi, amplă

ευρύς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tolerantní, široka, širok, široko, široki, širokega

ευρύς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tolerantní, jasný, široký, širokú, široké, široká
Τυχαίες λέξεις