Uciszać στα ελληνικά

Μετάφραση: uciszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιγή, σιωπή, νηνεμία, σωπαίνω, ήρεμος, υποχωρώ, σιωπής, τη σιωπή, η σιωπή
Uciszać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cel στα ελληνικά - δείχνω, στοχεύω, σκοπός, προορισμός, τελειώνω, σημειώνω, αποβλέπω, ...
  • iluzoryczny στα ελληνικά - πλασματικός, ψευδαισθητικός, απατηλός, απατηλή, απατηλό, πλασματική, αυταπάτη
  • immanentny στα ελληνικά - έμφυτος, εμμενή, ενυπάρχουσα, έμμονο, εμμενές
  • interpreter στα ελληνικά - διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
Τυχαίες λέξεις
Uciszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιγή, σιωπή, νηνεμία, σωπαίνω, ήρεμος, υποχωρώ, σιωπής, τη σιωπή, η σιωπή