Λέξη: εφοδιάζω
Σχετικές λέξεις: εφοδιάζω
εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά
Συνώνυμα: εφοδιάζω
ενδύω, εξαρτύω, εξοπλίζω, μανουβράρω, κανονίζω, προμηθεύω, αποθηκεύω, εναποθηκεύω, ανεφοδιάζω, προνοώ, τροφοδοτώ
Μεταφράσεις: εφοδιάζω
εφοδιάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
purvey, victual, rig, outfit, equip, accouter
εφοδιάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proveer, avituallar, el avituallamiento, avituallamiento, avituallamiento de, el avituallamiento de
εφοδιάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
victual, verpflegen
εφοδιάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
munir, procurer, approvisionner, livrer, remettre, fournir, ravitailler, garnir, achalander, assortir, avitaillement, l'avitaillement, avitaillement des, l'avitaillement des
εφοδιάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fornire, all'approvvigionamento, all'approvvigionamento di, victual
εφοδιάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vitualhas, abastecer, victual
εφοδιάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
provianderen, proviandering, de proviandering, proviandering van, de proviandering van
εφοδιάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
снабжать, распространять, поставлять, приискал
εφοδιάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skaffe, victual, levnetsmidler, levnets
εφοδιάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
proviant, proviant till, som proviant
εφοδιάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muonittaa, muonitukseen, hankkia muonaa
εφοδιάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
proviant, proviant til, som proviant, som proviant til, af proviant
εφοδιάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předat, obstarávat, zásobit, dodávat, obstarat, opatřit, zásobit potravinami
εφοδιάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaopatrzyć, dostarczać, postarać, magazynować, dostarczyć, zaopatrywać, ; żywności
εφοδιάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszereli élelemmel, élelmiszerként
εφοδιάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erzak, yiyecek bulmak, yiyecek sağlamak
εφοδιάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гнійний, підшукав, підшукав їм
εφοδιάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furnizoj, furnizohem, rezerva ushqimore
εφοδιάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
храня се, ям
εφοδιάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прышукаў
εφοδιάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toituma, toiduained, pardavarudega varustamiseks, pardavarudega
εφοδιάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snabdjeti, opskrbiti, hrana, jelo
εφοδιάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
victual
εφοδιάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maitintis, maitinti, produktus gabenančiuose, aprūpinimui, apsirūpinti maisto produktais
εφοδιάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
proviants, pārtikas piegādēs, pārtikas piegādēm
εφοδιάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
victual
εφοδιάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndestula, aproviziona cu
εφοδιάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
victual
εφοδιάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zásobiť, zásobovať, pochádzajúce z obnoviteľnej, preorientovať svoju dodávku
Τυχαίες λέξεις