Uczestniczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: uczestniczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαίνω, χωρίζω, μερίδιο, μοιράζω, κλήρος, εισέρχομαι, μοιράζομαι, συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
Uczestniczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • decybel στα ελληνικά - ηχόμετρο, ντεσιμπέλ, decibel, των ντεσιμπέλ
  • drganie στα ελληνικά - τρίζω, τρεμοπαίζω, τρεμουλιάζω, φλυαρώ, κραδασμός, τρέμω, τρεμούλιασμα, ...
  • faseta στα ελληνικά - όψη, πτυχή, πλευρά, έκφανση, έκφανσης
  • fałdowanie στα ελληνικά - τσακίσεις, πτυχώσεις, ζάρες, ρυτίδες, πτυχές
Τυχαίες λέξεις
Uczestniczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαίνω, χωρίζω, μερίδιο, μοιράζω, κλήρος, εισέρχομαι, μοιράζομαι, συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει