Uczestnik στα ελληνικά
Μετάφραση: uczestnik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαγωνιζόμενος, συμβαλλόμενος, ταίρι, συμμέτοχος, σύντροφος, παρέα, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alchemik στα ελληνικά - αλχημιστής, αλχημιστή, Alchemist, του Αλχημιστή, ο αλχημιστής
- duży στα ελληνικά - απίθανος, πρόστυχος, χοντρός, ογκώδης, σπουδαίος, αρκετός, ακαθάριστος, ...
- fenotyp στα ελληνικά - φαινότυπο, φαινότυπος, φαινοτύπου, φαινότυπου, φαινότυπο που
- guzowaty στα ελληνικά - οζώδης, οζώδη
Τυχαίες λέξεις
Uczestnik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαγωνιζόμενος, συμβαλλόμενος, ταίρι, συμμέτοχος, σύντροφος, παρέα, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
Μεταφράσεις: διαγωνιζόμενος, συμβαλλόμενος, ταίρι, συμμέτοχος, σύντροφος, παρέα, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες