Udostępnienie στα ελληνικά
Μετάφραση: udostępnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορώ, εκκρίνω, προμήθεια, μέριμνα, δημοσιεύω, χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, παρέχει, την παροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asonansowy στα ελληνικά - ομοιοφώνος
- bezeceństwo στα ελληνικά - κακία, πονηρία, την κακία, κακίας, την πονηρία
- błonkowaty στα ελληνικά - μεμβρανώδης, μεμβρανώδη, μεμβρανώδους, μεμβρανώδες, μεμβρανώδεις
- denaturowanie στα ελληνικά - μετουσίωση, μετουσίωσης, μετουσιώσεως, αποδιάταξη, αποδιάταξης
Τυχαίες λέξεις
Udostępnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, εκκρίνω, προμήθεια, μέριμνα, δημοσιεύω, χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, παρέχει, την παροχή
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, εκκρίνω, προμήθεια, μέριμνα, δημοσιεύω, χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, παρέχει, την παροχή