Ukrócenie στα ελληνικά
Μετάφραση: ukrócenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκρυψη, καταστολή, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absurdalność στα ελληνικά - γελοιότητα, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
- drakoński στα ελληνικά - σέρτικος, σοβαρός, αυστηρός, δριμύς, δρακόντειος, δρακόντεια, Draconian, ...
- fryc στα ελληνικά - Fritz, Ο Fritz, τον Fritz, του Fritz, στον Fritz
- indukcyjnie στα ελληνικά - επαγωγικά, επαγωγικώς, επαγωγικής, επαγωγική, με επαγωγική
Τυχαίες λέξεις
Ukrócenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκρυψη, καταστολή, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Μεταφράσεις: απόκρυψη, καταστολή, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή