Λέξη: ράπτης
Σχετικές λέξεις: ράπτης
ράπτης ράπτη 2001, ράπτης και ράπτη 2007, ράπτης σωτήριος, ράπτης κωνσταντίνος, ράπτης ράπτη 2007, ράπτης ιωάννης, ράπτης και ράπτη, ράπτης βασίλης, ράπτης νίκος ειδικός γραμματέας αξιοποίησης διεθνών προγραμμάτων, ράπτης ηλίας
Συνώνυμα: ράπτης
οχετός, υπόνομος, μοδίστρα, ράπτων, ράφτης
Μεταφράσεις: ράπτης
ράπτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tailor, sewer, Raptis
ράπτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
costurera, sastre, medida, a medida, la medida, adaptar
ράπτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuschnitt, schneider, Schneider, maßgeschneiderte, maßgeschneidert, maßgeschneiderten
ράπτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tailleur, queue, proportionner, couturière, adapter, ajuster, mesure, sur mesure, Tailor
ράπτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sarto, su misura, misura, tailor, sartoria
ράπτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alfaiate, cauda, costureira, Tailor, medida, sob medida, adaptar
ράπτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tailleur, kleermaker, maat, op maat, tailor, maatwerk
ράπτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
портной, специально, портного, индивидуальные, портным
ράπτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skredder, tilpasse, skreddersy, skreddersyr, skredderen
ράπτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skräddare, skräddarsytt, skräddarsydda, skräddarsydd, skräddarsy
ράπτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
räätäli, muovata, räätälöidä, tailor, räätälöityjä, räätälöity
ράπτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrædder, skræddersyet, skræddersyede, skrædderen, skræddersy
ράπτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přizpůsobit, upravit, krejčí, míru, na míru, šitý, šité
ράπτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krawiec, dostosowane, tailor, krawca, krawcem
ράπτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szabó, testre, testreszabott, személyre szabott, szabott
ράπτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
terzi, özel, kişiye özel, kişiye, özel tasarlanmış
ράπτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кравець, портной
ράπτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrobaqepës, qepur, porosi, me porosi, të qepur
ράπτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шивач, поръчка, съобразени, по поръчка, според конкретните нужди
ράπτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кравец
ράπτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rätsep, õmblema, kohandatud, tailor, kohandada, spetsiaalselt
ράπτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kroji, podesiti, prilagoditi, krojač, tailor, po mjeri, krojača
ράπτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sníða, sniðin, sérsniðnar, sérsniðin, sérhannaða
ράπτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siuvėjas, pritaikyti, specialiai, pritaikyta, pritaikytos
ράπτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drēbnieks, pielāgotu, individuāli, pielāgoti, pasūtījuma
ράπτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наменска, кројач, скроени, прилагоден, прилагоди
ράπτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
croitor, adaptate, personalizate, tailor, personalizată
ράπτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krojač, tailor, meri, prilagojene, prilagojeno
ράπτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krajčír, krajčíri, krajčírov, krajčírob