Καταστολή στα πολωνικά

Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zniesienie, stłumienie, zatajenie, ukrócenie, tłumienie, represja, obezwładnienie, przyduszenie, zakaz, znoszenie, represje, represji
Καταστολή στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστολή

καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας πολωνικά, καταστολή στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κατασταλαγμένος στα πολωνικά - nałogowy, niepoprawny
  • καταστατικό στα πολωνικά - statut, ustawa, zafrachtowanie, statek, przywilej, wynajmować, karta, ...
  • καταστρέφω στα πολωνικά - uśmiercać, rabunek, burzyć, pustoszyć, zakłócać, niszczyć, spustoszyć, ...
  • καταστρεπτικός στα πολωνικά - niszczycielski, destrukcyjny, destruktywny, niszczący, destrukcyjne
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zniesienie, stłumienie, zatajenie, ukrócenie, tłumienie, represja, obezwładnienie, przyduszenie, zakaz, znoszenie, represje, represji