Umieszczenie στα ελληνικά
Μετάφραση: umieszczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταμερισμός, τοποθεσία, τοποθέτηση, στέγαση, κατανομή, κατάλυμα, τοποθέτησης, την τοποθέτηση, μπεί τελικά, θα μπεί τελικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- burżuazyjny στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
- cedzić στα ελληνικά - στραμπουλίζω, φίλτρο, διηθώ, τεντώνω, ζόρι, κρησαρίζω, αργοπίνω, ...
- dotacja στα ελληνικά - δωρεά, επιχορηγώ, επιχορήγηση, χορηγώ, επίδομα, προικοδότηση, επιδότηση, ...
- fenoloftaleina στα ελληνικά - φαινολοφθαλεΐνη, φαινολοφθαλεϊνη, φαινολοφθαλεΐνης, φαινυλοφθαλεΐνης, φαινολοφθαλεϊνης
Τυχαίες λέξεις
Umieszczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταμερισμός, τοποθεσία, τοποθέτηση, στέγαση, κατανομή, κατάλυμα, τοποθέτησης, την τοποθέτηση, μπεί τελικά, θα μπεί τελικά
Μεταφράσεις: καταμερισμός, τοποθεσία, τοποθέτηση, στέγαση, κατανομή, κατάλυμα, τοποθέτησης, την τοποθέτηση, μπεί τελικά, θα μπεί τελικά