Unieść στα ελληνικά
Μετάφραση: unieść, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβαλώ, μεταφέρω, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dopiekać στα ελληνικά - κεντρί, κεντρίζω, τσιμπώ, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
- dwunasty στα ελληνικά - δωδέκατος, δωδέκατο, δωδέκατη, της δωδέκατης, δωδέκατου
- flotacja στα ελληνικά - επίπλευση, επίπλευσης, επιπλεύσεως, πλεύσης
- izobuten στα ελληνικά - ισοβουτένιο, ισοβουτενίου, ισοβουτάνιο, το ισοβουτένιο, ισοβουτένιο που
Τυχαίες λέξεις
Unieść στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβαλώ, μεταφέρω, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις: κουβαλώ, μεταφέρω, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται