Unifikować στα ελληνικά

Μετάφραση: unifikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοποιώ, ενοποίηση, ενοποιήσει, ενοποιήσουμε, ενοποιήσουν, την ενοποίηση
Unifikować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anewryzm στα ελληνικά - ανεύρυσμα, ανευρύσματος, του ανευρύσματος, το ανεύρυσμα, ανευρυσμάτων
  • bezręki στα ελληνικά - χωρίς χέρια, armless, άχειρας, χωρίς βραχίονες, εκδοχές χωρίς
  • biotyna στα ελληνικά - Βιοτίνη, Η βιοτίνη, βιοτίνης, Biotin, με βιοτίνη
  • impertynencja στα ελληνικά - αυθάδεια, αναίδεια, θράσος, ανεπίτρεπτο, αυθάδειά
Τυχαίες λέξεις
Unifikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοποιώ, ενοποίηση, ενοποιήσει, ενοποιήσουμε, ενοποιήσουν, την ενοποίηση