Upoważniać στα ελληνικά
Μετάφραση: upoważniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτώ, επιτρέπω, προκρίνομαι, τιτλοφορώ, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absorpcja στα ελληνικά - απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
- domyślność στα ελληνικά - διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης
- gazownia στα ελληνικά - εργοστάσια αερίου, εργοστασίων αερίου, των εργοστασίων αερίου, μονάδων παραγωγής αερίου που, μονάδων παραγωγής αερίου
- intrygant στα ελληνικά - ταραξίας, αναδευτήρας, σχεδιαστής, μηχανορράφος, ραδιουργό, ραδιούργος, κομπιναδόρος
Τυχαίες λέξεις
Upoważniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, επιτρέπω, προκρίνομαι, τιτλοφορώ, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, επιτρέπω, προκρίνομαι, τιτλοφορώ, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα