Λέξη: εξηγώ

Σχετικές λέξεις: εξηγώ

εξηγώ εξηγούμαι, εξηγώ συνώνυμα, εξηγώ συνώνυμο, εξηγώ στα αγγλικά, εξηγώ εξηγείς, εξηγώ αντωνυμα

Συνώνυμα: εξηγώ

συγκαλύπτω, διερμηνεύω, αναπτύσσω, ερμηνεύω, λύω γριφόν

Μεταφράσεις: εξηγώ

εξηγώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exemplify, explain, explicate, gloze, unriddle, expound

εξηγώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
explicar, explique, explicará, explicarle, de explicar

εξηγώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erklären, erläutern, zu erklären, erklärt

εξηγώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
illustrer, expliquer, explique, d'expliquer, expliquer les, expliquent

εξηγώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spiegare, spiega, illustrare, di spiegare, spiegare il

εξηγώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explicar, explicam, explica, explique, explicar o

εξηγώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitleggen, verklaren, toelichten, leggen, uit te leggen

εξηγώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воплощать, объяснять, объяснить, объясняют, объяснения

εξηγώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forklare, forklarer, å forklare, forklar

εξηγώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förklara, förklarar, att förklara, redo, redogöra

εξηγώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmentää, selittää, selittämään, selitä, selittävät

εξηγώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forklare, forklarer, redegøre, at forklare

εξηγώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ilustrovat, vysvětlit, vysvětlovat, vysvětlení, vysvětlí

εξηγώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ilustrować, obrazować, popierać, zilustrować, wyjaśniać, tłumaczyć, wytłumaczyć, wyjaśnić

εξηγώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megmagyarázni, magyarázni, magyarázzák, magyarázza, elmagyarázni

εξηγώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıklamak, açıklar, açıklayabilir, açıklamaya, açıklayabilecektir

εξηγώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втілювати, утілювати, пояснювати, пояснити

εξηγώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpjegoj, shpjegojë, shpjegojnë, të shpjeguar, të shpjegojë

εξηγώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обяснявам, обясни, обясня, обяснят, да обясни

εξηγώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тлумачыць

εξηγώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iseloomustama, selgitama, selgitada, seletada, selgitab

εξηγώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
objasniti, objasni, objašnjavaju, objasnite, objašnjava

εξηγώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útskýra, að útskýra, útskýrt, skýra, grein

εξηγώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paaiškinti, paaiškina, paaiškinkite, aiškinti

εξηγώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izskaidrot, paskaidrot, izskaidrotu, izskaidro

εξηγώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
објасни, објаснам, се објасни, објасниме, објаснат

εξηγώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
explica, explice, explică, explic, a explica

εξηγώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razložiti, pojasni, pojasnjujejo, razloži, pojasnite

εξηγώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vysvetliť, objasniť, vysvetľuje, vysvetlenie, vysvetľovať
Τυχαίες λέξεις