Λέξη: χώνομαι

Συνώνυμα: χώνομαι

φωλιάζω, συμμαζεύομαι, σφίγγομαι, κουλουριάζομαι, ακουμπώ στοργικά, βολεύομαι αναπαυτικά

Μεταφράσεις: χώνομαι

χώνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insinuate, snuggle, snuggle up, nestle down, nestle up

χώνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insinuar, acurrucarse, snuggle, del Snuggle, snuggle de, del snuggle de

χώνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Kuschel, kuscheln, snuggle, snugglehäschen, Schmuse

χώνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insinuer, insinuons, enfoncer, insinuent, insinuez, Snuggle, blottir, câlin, se blottir, de câlin

χώνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insinuare, rannicchiarsi, snuggle, coccole, coccolare, di coccole

χώνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insignificante, insinuar, insinue, aconchegar, snuggle, do Snuggle, is a snuggle, Snuggle Camisetas

χώνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
insinueren, lekker liggen, Snuggle, nestelt zich, nestelt, nestelen zich

χώνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пробираться, втираться, прильнуть, Snuggle, прижаться

χώνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kose, snuggle, krøll, av Snuggle

χώνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snuggle, gosa, mys, Kryp, Snugglekanin

χώνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vihjailla, vihjata, käpertyä, Snuggle, käpertyä nukkumaan

χώνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snuggle, putte, putte sig, i Snuggle

χώνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
namlouvat, vniknout, našeptávat, naznačit, přitulit, přitulit se, Snuggle, stočit se do klubíčka

χώνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podsumowywać, wciskać, insynuować, tulić się, hołubić, Snuggle, tulić, Snuggle®

χώνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
odasimul, magához szorít, odabújik

χώνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sokulmak, yatmak, sarılmak, snuggle, sarınıp yatmak

χώνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нещирість, пригорнутися, припасти, прикипіти, прильнуть, притулитися

χώνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
strukem, tulatem

χώνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
притискам, гушвам, загръщам, настанявам се уютно

χώνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытуліцца

χώνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sisendama, vihjama, liibuma, Käpertyä, snuggle, kaissu pugema, Käpertyä voodisse

χώνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagovijestiti, pribiti se, prigrliti, priviti, poljubiti se, priljubiti

χώνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjúfra

χώνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susiriesti, prisiglausti, apsimuturiuoti, priglausti, Hołubić

χώνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieglausties, saritināties, ērti iekārtoties

χώνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
притискам

χώνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se ghemui, ghemui, lipi, se strânge, se lipi

χώνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Priljubiti

χώνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pritúliť, pritulit
Τυχαίες λέξεις