Uprowadzać στα ελληνικά

Μετάφραση: uprowadzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την
Uprowadzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • depresja στα ελληνικά - ελάττωση, κατάθλιψη, ύφεση, μείωση, κατάθλιψης, την κατάθλιψη, της κατάθλιψης, ...
  • eksplorator στα ελληνικά - εξερευνητής, Explorer, εξερευνητή, Εξερεύνηση, Εξερεύνηση των
  • gramolić στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, διαταράσσω, σκαρφάλωμα, διαμάχη, μπάλα, μπάλα και, αγωνίζομαι
  • instynktownie στα ελληνικά - ενστικτωδώς, ένστικτο, αυθόρμητα, από ένστικτο, ενστικτώδη
Τυχαίες λέξεις
Uprowadzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την