Λέξη: κατασκευή
Σχετικές λέξεις: κατασκευή
κατασκευή e-shop δωρεαν, κατασκευή χαρταετού, κατασκευή ιστοσελίδων με joomla, κατασκευή e shop, κατασκευή blog, κατασκευή ιστοσελίδας, κατασκευή ξυλόφουρνου, κατασκευή ιστοσελίδων, κατασκευή ιστοσελίδων θεσσαλονίκη, κατασκευή site
Συνώνυμα: κατασκευή
μάρκα, ποίηση, άλεσμα, επεξεργασία, δομή, οικοδομή, κτίριο, παραγωγή, βιομηχανία, κατασκεύασμα, κτίση
Μεταφράσεις: κατασκευή
κατασκευή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
construction, manufacture, structure, making, make
κατασκευή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estructura, construcción, la construcción, de construcción, construcción de, de la construcción
κατασκευή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauform, anlage, konstruktion, bauweise, aufbau, errichtung, struktur, bau, Bau, Konstruktion, Aufbau, Konstruktions
κατασκευή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
oeuvre, bâtiment, structure, bâtisse, construction, édifice, édification, terrier, la construction, de construction
κατασκευή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
struttura, edilizia, costruzione, costrutto, costruzioni, di costruzione, la costruzione, realizzazione
κατασκευή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estrutura, teia, construção, de construção, a construção, construção de, da construção
κατασκευή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
structuur, bouw, samenstelling, inrichting, constructie, aanleg, de bouw, tweedehands
κατασκευή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истолкование, строительство, построение, постройка, стройка, здание, воздвижение, сооружение, конструкция, строение, проведение, составление, проводка, строительства, строительная
κατασκευή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppbygning, konstruksjon, bygging, konstruksjonen, bygge, byggingen
κατασκευή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konstruktion, struktur, byggnad, entreprenad, bygg, byggandet, konstruktionen
κατασκευή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rakennus, tulkinta, rakenne, rakennelma, rakentaminen, rakentamisen, rakentamiseen, maarakennuskoneet, rakennusalan
κατασκευή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
struktur, konstruktion, entreprenør, opførelse, byggeri, opførelsen
κατασκευή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sestrojení, stavba, budování, struktura, stavění, konstrukce, výstavba, stavební, stavebnictví
κατασκευή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
budownictwo, zbudowanie, budowla, konstruowanie, konstrukcja, budowa, budowanie, struktura, budynek, budowlane, budowy, konstrukcji
κατασκευή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
építés, építési, építőipari, építése, építőipar
κατασκευή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapı, inşaat, yapımı, yapım, inşaatı
κατασκευή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
побудування, будову, тлумачення, спорудження, будівництво
κατασκευή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërtim, ndërtimit, ndërtimi, ndërtimin, e ndërtimit
κατασκευή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
строителство, изграждане, строителството, конструкция, строеж
κατασκευή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
структура, будаўніцтва
κατασκευή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konstruktsioon, ehitus, ehituse, ehitamise, ehitamiseks
κατασκευή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvođenja, gradnju, izvedba, građenje, izgradnji, izgradnja, građevinski, gradnja, konstrukcija, građevina
κατασκευή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smíði, byggingu, framkvæmdir, bygging, byggingar
κατασκευή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statinys, statyba, struktūra, sandara, konstrukcija, statybos, konstrukcijos, statybų
κατασκευή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
struktūra, būve, konstrukcija, celtne, būvniecība, celtniecība, Būvniecības, celtniecības
κατασκευή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изградба, градежни, конструкција, изградбата, изградба на
κατασκευή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
construcţie, construcție, constructii, pentru constructii, constructii Utilaje, de construcție
κατασκευή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gradnja, konstrukcija, gradnje, gradnjo, izgradnja
κατασκευή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konštrukcia, konštrukcie, konštrukcia v