Uprzedzać στα ελληνικά

Μετάφραση: uprzedzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προλέγω, προκαταλαμβάνω, προδικάζω, προειδοποιώ, προλαμβάνω, προβλέπω, προειδοπειώ, προειδοποιούν, προειδοποιήσει, προειδοποιήσουν
Uprzedzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agitator στα ελληνικά - ταραχοποιός, αναδευτήρα, ανάδευσης, αναδευτήρας, συσκευής ανάδευσης
  • chytry στα ελληνικά - ύπουλος, ευφυής, πανέξυπνος, τετραπέρατος, μισθοφόρος, πανουργία, μισθοφορικός, ...
  • drzewiasty στα ελληνικά - δασώδης, ξυλώδης, ξυλώδη, ξυλωδών, ξυλώδες, ξυλώδους
  • dyrekcja στα ελληνικά - διοίκηση, κατεύθυνση, διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, διαχείριση των, διαχείρισης των
Τυχαίες λέξεις
Uprzedzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προλέγω, προκαταλαμβάνω, προδικάζω, προειδοποιώ, προλαμβάνω, προβλέπω, προειδοπειώ, προειδοποιούν, προειδοποιήσει, προειδοποιήσουν