Λέξη: επικείμενος
Σχετικές λέξεις: επικείμενος
επικείμενος λεξικο, επικείμενος ετυμολογία, επικείμενος συνώνυμο, επικείμενος σεισμός, επικείμενος μεγάλος σεισμός στην ελλαδα, επικείμενος ορισμός, επικείμενοσ πόλεμοσ, επικείμενος σεισμός στην ελλάδα 2013, επικείμενος κίνδυνος, επικείμενος συνώνυμα
Συνώνυμα: επικείμενος
υποχρεωτικός
Μεταφράσεις: επικείμενος
επικείμενος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
imminent, impending, toward, incumbent, an imminent
επικείμενος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inminente, inminentes, inminencia, inminente de
επικείμενος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drohende, bevorstehend, nahe bevorstehend, bevorstehenden, bevorstehende, drohenden, unmittelbar bevorstehenden
επικείμενος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rapproché, proche, menaçant, imminent, imminente, imminence, prochaine, imminents
επικείμενος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imminente, imminenti, prossima
επικείμενος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
iminente, eminente, iminentes, iminência, imminent
επικείμενος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dreigend, dreigende, handen zijnde, op handen zijnde, onmiddellijke
επικείμενος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предстоящий, надвигающийся, нависший, угрожающий, грозящий, близкий, неизбежный, неминуемый, неизбежной, неизбежно, неизбежным, неизбежна
επικείμενος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forestående, hengende, overhengende, nært forestående, umiddelbar
επικείμενος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hängande, överhängande, nära förestående, förestående, omedelbart förestående
επικείμενος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
likellä, lähellä, lähestyvä, uhkaava, välitön, välittömän, välitöntä
επικείμενος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overhængende, forestående, nært forestående, umiddelbart forestående, umiddelbar
επικείμενος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrozící, blízký, hrozivý, bezprostřední, bezprostředně hrozí, hrozí, bezprostředně hrozící
επικείμενος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bliski, zbliżający, groźny, nieuchronne, bezpośrednie, bliskie, bliska
επικείμενος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
küszöbön álló, fenyegető, közvetlen, közelgő, küszöbön
επικείμενος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakın, yakında, yakın bir, sınırında olanlar, kaçınılmaz
επικείμενος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неминучий, неминуче, неминуча
επικείμενος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pashmangshëm, pashmangshëm, afërt, menjëhershme, e afërt
επικείμενος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предстоящ, непосредствена, предстоящото, предстоящо, неизбежна
επικείμενος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непазбежны, непазьбежны, непазбежную, непазбежнае, непазьбежнае
επικείμενος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eelseisev, ähvardav, möödapääsmatu, paratamatu, vahetu, peatselt
επικείμενος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opasan, blizak, predstojeći, neposredna, neizbježan, neizbježna
επικείμενος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirvofandi, næsta leiti, á næsta leiti, leiti, dyrum
επικείμενος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neišvengiamas, neišvengiama, neišvengiamą, grėsmė, neišvengiamai
επικείμενος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nenovēršama, nenovēršams, nenovēršami, novēršams, draud
επικείμενος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неминовна, иманентна, непосредна, неминовно, претстојното
επικείμενος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iminent, iminentă, iminente, iminenta, iminența
επικείμενος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neizbežna, neizbežno, neposredna, bliža, neizbežen
επικείμενος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hroziacej, hroziaci, hroziace, hroziacu, hroziacou