Uprzywilejowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: uprzywilejowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προτίμηση, ναυλώνω, καταστατικό, προτίμησης, προτίμησή, προτιμήσεις, την προτίμησή
Μεταφράσεις
- achromatyczny στα ελληνικά - αχρώματος, αχρωστικός, αχρωματικος, achromatic, αχρωματικούς
- chciwy στα ελληνικά - λαίμαργος, άπληστος, φιλαργυρία, τσιγκουνιά, ενθουσιώδης, άπληστοι, άπληστους, ...
- dobowy στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
- guślarz στα ελληνικά - μάγος, μάγο, μάγου, μαθητευόμενους μάγους, μάγοι
Τυχαίες λέξεις
Uprzywilejowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προτίμηση, ναυλώνω, καταστατικό, προτίμησης, προτίμησή, προτιμήσεις, την προτίμησή
Μεταφράσεις: προτίμηση, ναυλώνω, καταστατικό, προτίμησης, προτίμησή, προτιμήσεις, την προτίμησή