Λέξη: τριφύλλι

Σχετικές λέξεις: τριφύλλι

τριφύλλι φυτό, τριφύλλι αλεξανδρινό, τριφύλλι γκαζόν, τριφύλλι ή γκαζόν, τριφύλλι σπορά, τριφύλλι ladino τιμή, τριφύλλι διχόνδρα, τριφύλλι στα αγγλικά, τριφύλλι έρπον, τριφύλλι ladino

Συνώνυμα: τριφύλλι

αλφάλφα, χόρτο βοσκής

Μεταφράσεις: τριφύλλι

τριφύλλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clover, shamrock, alfalfa, lucerne, trefoil

τριφύλλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trébol, trébol de, del trébol, el trébol, de trébol

τριφύλλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klee, Klee, clover, Kleeblatt

τριφύλλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trèfle, le trèfle, clover, de trèfle, du trèfle

τριφύλλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trifoglio, clover, di trifoglio, del trifoglio, il trifoglio

τριφύλλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trevo, trevo de, do trevo, clover, de trevo

τριφύλλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klaver, clover, klavertje

τριφύλλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клевер, клевера, клеверный, клевером, клевера в

τριφύλλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kløver, clover, kløveren

τριφύλλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klöver, väppling, Clover, växt av släkten trifolium, släkten Trifolium

τριφύλλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
apila, Clover, apilan, apilaa

τριφύλλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kløver, Clover, kløvergrøn, kløvergræs, kløver-

τριφύλλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jetel, Clover, jetelový, jetele

τριφύλλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koniczyna, koniczyny, clover, koniczynowy

τριφύλλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lóhere, Clover, lóherére, Rózsi

τριφύλλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yonca, Clover, üçgülü, üçgül

τριφύλλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конюшина, Кальварія, Клевер, конюшину, Клєвєр

τριφύλλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërfil, tërfili, clover, tërfili i, tërfilit

τριφύλλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
детелина, детелината, детелини, детелинка

τριφύλλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канюшына, канюшыну

τριφύλλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ristik, ristikhein, ristiku, ristikuseemne, ristikut

τριφύλλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djetelina, djeteline, djetelinsko, djetelinu, clover

τριφύλλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smári, smára

τριφύλλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dobilas, dobilai, dobilų, dobilus, dobilo

τριφύλλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
āboliņš, āboliņa, āboliņu, āboliņam, clover

τριφύλλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
детелина, детелината, со детелина, на детелина

τριφύλλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trifoi, trifoiul, clover, de trifoi, trifoiului

τριφύλλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
detelja, detelje, deteljica, clover, deteljne

τριφύλλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ďatelina, clover, ďatelinu, ďateliny

Στατιστικά δημοτικότητας: τριφύλλι

Τυχαίες λέξεις