Λέξη: κολεγιακός

Μεταφράσεις: κολεγιακός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collegial, collegiate, preppy, college, of college
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colegial, pijo, muy buen gusto, de muy buen gusto, muy buen gusto de, Preppy
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kollegial, akademisch, adrett, Preppy, Adrette, Adrettes, Adretter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
académique, collégial, amical, preppy, BCBG, très bon goût, de très bon goût, bon goût
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Preppy, gusto squisito, di gusto squisito, squisito, gusto squisito di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Preppy, formal, formais, formal do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
preppy
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
студенческий, академический, университетский, Опрятный, Preppy, Крутому, к Крутому, Дополнение к Крутому
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
preppy, etter preppy
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Preppy, Den Preppy, för Preppy
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
preppy
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Preppy, sirlige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akademický, kamarádský, kolegiální, preppy, Fajnový
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolegialny, akademicki, koleżeński, preppy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
preppy
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Preppy, tiki, rolüyle, çömez, bu tiki
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
академічний, колегіальний, студентський, університетський, охайний, охайного, Охайна, охайне, естетичний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
preppy
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Preppy, новите Съдържание
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ахайны, Ахайныя, ахайнасць, ахайнасці, ахайнага
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kollegiaalne, preppy
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
Preppy, šminkerske
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
preppy
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Preppy
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
preppy
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
preppy
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
preppy, ului preppy
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preppy
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preppy
Τυχαίες λέξεις