Urządzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: urządzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ετοιμασία, συνάντηση, τέχνασμα, εγκατάσταση, συσκευή, πρόσφορος, εξοπλισμός, διακανονισμός, μηχάνημα, διευθέτηση, ίδρυση, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- balsam στα ελληνικά - κατευνάζω, βάλσαμο, βάλσαμου, βάλσαμα, το βάλσαμο
- farmakoterapia στα ελληνικά - φαρμακοθεραπεία, φαρμακοθεραπείας, τη φαρμακοθεραπεία, η φαρμακοθεραπεία, φαρμακευτική θεραπεία
- głaz στα ελληνικά - λιθοβολώ, λικνίζω, κοτρόνι, κουνώ, πετροβολώ, πέτρα, ροκ, ...
- indoktrynować στα ελληνικά - κατηχώ πολιτική, διαπαιδαγωγούν, εμποτιστούν τα, κατηχήσει, να κατηχεί
Τυχαίες λέξεις
Urządzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ετοιμασία, συνάντηση, τέχνασμα, εγκατάσταση, συσκευή, πρόσφορος, εξοπλισμός, διακανονισμός, μηχάνημα, διευθέτηση, ίδρυση, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Μεταφράσεις: ετοιμασία, συνάντηση, τέχνασμα, εγκατάσταση, συσκευή, πρόσφορος, εξοπλισμός, διακανονισμός, μηχάνημα, διευθέτηση, ίδρυση, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή