Λέξη: τελετουργικός

Συνώνυμα: τελετουργικός

εθιμοτυπικός, επίσημος, τυπικός, τυπολατρικός, τελεοτολογικός

Μεταφράσεις: τελετουργικός

τελετουργικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ceremonial, ritual, ritualistic

τελετουργικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solemne, ceremonial, ritual, rituales, ritual de, rito, el ritual

τελετουργικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeremonie, feierlich, feierlichkeit, zeremoniell, Ritual, rituellen, rituelle, Rituals

τελετουργικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solennel, cérémonie, d'apparat, cérémoniel, cérémonieux, solennité, rituel, rituelle, rite, rituels, le rituel

τελετουργικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cerimoniale, solenne, rituale, rito, rituali, rituale di, ritual

τελετουργικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ritual, rituais, ritual de, rito, o ritual

τελετουργικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plichtplegingen, plechtigheid, plechtig, ceremonieel, ritueel, rituele, rituelen, rituaal

τελετουργικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
формальный, официальный, обрядовый, церемониальный, торжественный, парадный, ритуал, ритуала, ритуалом, ритуальное

τελετουργικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høytidelighet, høytidelig, ritual, rituell, ritualet, rituelle, rituale

τελετουργικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
högtidlig, ritual, ritualen, rituella, rituell, ritualer

τελετουργικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seremonia, juhlallinen, tilaisuus, toimitus, rituaali, rituaalin, rituaalia, rituaalinen

τελετουργικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
højtidelighed, ceremoni, ritual, rituel, rituelle, ritualet, ritualer

τελετουργικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ceremoniál, obřad, slavnostní, slavnost, obřadní, ceremoniální, rituál, rituální, rituálu, rituálem

τελετουργικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obrzędowy, uroczysty, ceremonialny, rytuał, rytualny, obrządek, rytuału, rytuałem

τελετουργικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szertartás, rítus, rituális, rituálé, a rituális

τελετουργικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tören, resmi, ayin, ritüel, ritüeli, törensel

τελετουργικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обрядовий, церемоніальний, парадний, ритуал, обряд

τελετουργικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ritual, rituali, rituale, rit, ritual i

τελετουργικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ритуал, ритуално, ритуален, ритуална

τελετουργικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рытуал, абрад

τελετουργικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pidulik, tseremoniaalne, rituaal, rituaali, rituaalse, rituaalne

τελετουργικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
služben, obred, obredan, svečanoj, svečan, ritual, rituala, ritualni, ritualna

τελετουργικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Helgisiðir, trúarlega, helgiathafnir

τελετουργικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ceremonija, ritualas, ritualinis, ritualo, ritualu, ritualinė

τελετουργικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ceremonija, rituāls, rituālu, rituāla, rituālā

τελετουργικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
церемонија, ритуал, ритуални, ритуално, ритуалот, ритуална

τελετουργικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceremonie, ritual, ritualul, rituală, ritual de, rituale

τελετουργικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ceremoniál, slavnostní, ceremoniální, ritual, obred, rituala, ritualom

τελετουργικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ceremoniál, rituál
Τυχαίες λέξεις