Urzędować στα ελληνικά

Μετάφραση: urzędować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοροστατώ, υπηρετώ
Urzędować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atłas στα ελληνικά - σατέν, σατινέ, satin, ατλάζι
  • blefować στα ελληνικά - μπλόφα, ντόμπρος, ευθύς, Bluff, του Bluff, μπλόφας, το Bluff
  • drewniak στα ελληνικά - βουλώνω, βώλος, τσόκαρο
  • ewidencja στα ελληνικά - ρεκόρ, καταγράφω, λιμάρω, πίφερο, δίσκος, υποβάλλω, ηχογραφώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Urzędować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοροστατώ, υπηρετώ