Λέξη: περιγράφω

Σχετικές λέξεις: περιγράφω

περιγράφω συνώνυμο, περιγράφω συνώνυμα, περιγράφω τον εαυτό μου, περιγράφω το σχολείο μου, περιγράφω το αγαπημένο μου ζώο, περιγράφω το αγαπημένο μου παιχνίδι, περιγράφω ένα ατύχημα, περιγράφω ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, περιγράφω το δωμάτιό μου, περιγράφω το σπίτι μου

Συνώνυμα: περιγράφω

ζωγραφίζω, απεικονίζω, παριστάνω, χαρακτηρίζω, διαγράφω, σκιαγραφώ, σκιτσάρω, γράφω πέριξ, καθορίζω τα όρια, περιορίζω

Μεταφράσεις: περιγράφω

περιγράφω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
describe, depict, I describe, describing, describe it

περιγράφω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
describir, pintar, describa, describen, describir las, describir a

περιγράφω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
malen, zeichnen, beschreiben, zu beschreiben, beschrieben, Beschreibung

περιγράφω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décrivent, décris, décrire, tracer, qualifier, décrivons, peindre, circonscrire, dépeindre, dessiner, représenter, décrivez, décrire les, de décrire, décrit

περιγράφω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
descrivere, descrivono, descrive, descrivere gli, descrivere la

περιγράφω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desenhar, descida, traçar, descreva, descrever, descrevem, descreve, descrevemos

περιγράφω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftekenen, trekken, uittekenen, beschrijven, te beschrijven, omschrijven, beschreven, beschrijving

περιγράφω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изображать, изобразить, повествовать, описать, характеризовать, начертить, охарактеризовать, рисовать, чертить, описывать, описания, описывают, описание

περιγράφω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beskrive, beskriver, å beskrive, beskriv, beskrivelse

περιγράφω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beskriva, beskriver, beskrivs, redo, beskrivning

περιγράφω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nimetä, luonnehtia, kuvailla, piirtää, kuvata, esitellä, kuvaamaan, kuvaavat, kuvataan

περιγράφω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beskrive, beskriver, at beskrive, beskrivelse, beskrives

περιγράφω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opsat, kvalifikovat, vylíčit, líčit, popsat, popisovat, opisovat, popisují, popisu, popisuje

περιγράφω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opisywać, określać, opisać, opisują, opisania, opisu, opisuje

περιγράφω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leírására, leírni, leírják, leírja, írja le

περιγράφω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanımlamak, tarif, açıklamak, açıklar, tanımlar

περιγράφω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
описувати, описати, змальовувати, зображати

περιγράφω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përshkruaj, përshkruani, përshkruajnë, të përshkruar, përshkruajë

περιγράφω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
описвам, опише, опишете, се опише, опишат

περιγράφω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апісваць

περιγράφω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
joonistama, kirjeldama, kirjeldada, kirjeldavad, kirjeldatakse, kirjeldamiseks

περιγράφω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opisivanje, spomenuti, opisati, označiti, opisuju, opisuje, opisali

περιγράφω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lýsa, að lýsa, lýst, lýsið, lýsa því

περιγράφω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
demonstro

περιγράφω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aprašyti, apibūdinti, apibūdina, aprašoma, aprašomi

περιγράφω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aprakstīt, attēlot, aprakstītu, apraksta, aprakstiet, raksturotu

περιγράφω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опишат, опишете, се опише, опише, опишуваат

περιγράφω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
descrie, descriu, a descrie, descrierea, descrieți

περιγράφω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
popisovat, opisati, opisujejo, opišejo, opiše, opišite

περιγράφω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
popísať, opísať, opis
Τυχαίες λέξεις