Urzędowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: urzędowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θώκος, γραφείο, κατοχή, θητεία, θητείας, της θητείας, κατοχής
Urzędowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cenzorski στα ελληνικά - αυστηρός, επικριτικός, επιτιμητικός, φιλοκατήγοροι, στηλιτευτικά
  • dyssypacja στα ελληνικά - διάλυση, διάχυση, απαγωγή, διάχυσης, απαγωγή της
  • elektronicznie στα ελληνικά - Ηλεκτρονικά, με ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικά μέσα, με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικώς
  • eskortować στα ελληνικά - καβαλιέρος, συνοδεύω, ακολουθία, συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, ...
Τυχαίες λέξεις
Urzędowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θώκος, γραφείο, κατοχή, θητεία, θητείας, της θητείας, κατοχής