Uspakajać στα ελληνικά
Μετάφραση: uspakajać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατευνάζω, ησυχασμός, σταθερός, ανακουφίζω, κανονίζω, ήρεμος, εγκαθίσταμαι, καταπραΰνω, νηνεμία, ήσυχος, ηρεμήσω, ηρεμήσουμε, ηρεμήσουν, ηρεμήσει, ηρέμησε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- budynek στα ελληνικά - οίκος, κτήμα, σπίτι, πλοίο, ακίνητο, κατασκευή, περιουσία, ...
- darowywać στα ελληνικά - συγχώρηση, συγγνώμη, χάρη, απονομή χάριτος, χάριτος
- dochodowy στα ελληνικά - επικερδής, πληρωτέος, αποδοτικός, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα
- introwertyk στα ελληνικά - εσωστρεφής, εσωστρεφή, εσωστρεφείς, εσωστρεφές, εσωστρεφούς
Τυχαίες λέξεις
Uspakajać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατευνάζω, ησυχασμός, σταθερός, ανακουφίζω, κανονίζω, ήρεμος, εγκαθίσταμαι, καταπραΰνω, νηνεμία, ήσυχος, ηρεμήσω, ηρεμήσουμε, ηρεμήσουν, ηρεμήσει, ηρέμησε
Μεταφράσεις: κατευνάζω, ησυχασμός, σταθερός, ανακουφίζω, κανονίζω, ήρεμος, εγκαθίσταμαι, καταπραΰνω, νηνεμία, ήσυχος, ηρεμήσω, ηρεμήσουμε, ηρεμήσουν, ηρεμήσει, ηρέμησε