Λέξη: κολασμός
Σχετικές λέξεις: κολασμός
ποινικός κολασμός, κολασμός συνώνυμο
Μεταφράσεις: κολασμός
κολασμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
damnation, punishment, penalize, to penalize, penalty element
κολασμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
castigo, pena, el castigo, castigos, la pena
κολασμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdammung, verurteilung, Strafe, Bestrafung, Strafen, Straf
κολασμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réprobation, condamnation, damnation, châtiment, punition, peine, châtiments, la peine
κολασμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
punizione, castigo, pena, punizioni, la punizione
κολασμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
punição, castigo, pena, a punição, castigos
κολασμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straf, bestraffing, straffen, de straf, doodstraf
κολασμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проклятие, освистание, осуждение, наказание, наказания, наказанием, казнь, и наказания
κολασμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
straff, straffen, avstraffelse, straffe
κολασμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestraffning, straff, straffet, bestraffningen
κολασμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiroaminen, rankaiseminen, rangaistus, rangaistuksen, rangaistusta, rangaistukseen
κολασμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
straf, afstraffelse, straffen, straffe
κολασμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zatracení, prokletí, odsouzení, trest, trestání, trestu, trestem, tresty
κολασμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potępienie, kara, karanie, kary, karania, karą
κολασμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kárhozat, büntetés, büntetést, büntetésnek, a büntetés, büntetése
κολασμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ceza, cezası, cezalandırma, azap, cezanın
κολασμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прокляття, покарання, кара, кару
κολασμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dënim, ndëshkim, dënimi, ndëshkimi, dënimi i
κολασμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наказание, наказанието, наказания, наказване
κολασμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакаранне, пакараньне
κολασμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
needmine, hukatus, needus, karistus, karistuse, karistamise, karistust, karistusega
κολασμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kazna, Kaznom, kažnjavanje, kazne, kaznu
κολασμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
refsingu, refsing, refsingar, Hegning, refsing liggi
κολασμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bausmė, bausmės, baudimo, baudimui, baudimas
κολασμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sods, sodīšana, sodīšanai, sodam, sodīšanu
κολασμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
казна, казнување, казната, казнувањето, казни
κολασμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pedeapsă, pedeapsa, pedepsei, pedepse, pedepselor
κολασμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kazen, kaznovanje, kaznovanja, kaznovanju, kazni
κολασμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trest, trestu, tresty
Τυχαίες λέξεις