Λέξη: θύρα

Σχετικές λέξεις: θύρα

θύρα hdmi, θύρα usb, θύρα dvi, θύρα 13, θύρα ethernet, θύρα thunderbolt, θύρα 4, θύρα 7, θύρα firewire, θύρα 23

Μεταφράσεις: θύρα

θύρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gate, door, port, port on, connector

θύρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
verja, portillo, puerta, puerta de, la puerta, puertas, puerta del

θύρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schranke, gatter, pforte, flugsteig, anguss, tor, Tür, Tor, Türe

θύρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
portail, barrage, but, portillon, guichet, barrière, barre, vanne, porte, la porte, portes, porte de, de porte

θύρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cancello, porta, sportello, portello, porte, porta di

θύρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
porta, gasolina, porta de, porta da, portas, porta do

θύρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
poort, deur, draaihek, portier, de deur, voordeur, deur van

θύρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
литник, ворота, заслонка, вход, застава, калитка, шлагбаум, выход, дверь, двери, дверей, дверью, дверца

θύρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
port, dør, døren, door, døra

θύρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
port, grind, dörr, dörren, luckan

θύρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oviaukko, portti, hila, ovi, veräjä, oven, ovelle, luukku, ovea

θύρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
låge, dør, port, døren, siden, siden af

θύρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
brána, závora, dveře, branka, vrata, dvířka, dveří, dveřní

θύρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bramka, brama, szlaban, zapora, furtka, wrota, drzwi, drzwiowy, door, drzwiczki

θύρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapu, ajtó, ajtót, ajtón, ajtaját

θύρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapı, kapısı, door, kapak, kapağı

θύρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брама, ворота, двері

θύρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
portë, derë, dera, dera e, derë e, dyer të

θύρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
врата, вратата, врати, на вратата

θύρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шлагбаум, дзьверы, дзверы

θύρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värav, uks, ukse, door, ust, uksest

θύρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vratima, vrata, vrata su, vratašca, se vrata

θύρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlið, dyr, dyrnar, hurð, hurðin, húsi

θύρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
porta, ianua

θύρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartai, durys, durų, duris, durelės, dureles

θύρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vārti, durvis, durvju, durvīm, durtiņas

θύρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врата, вратата, врати, на вратата, порти

θύρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poartă, ușă, usa, ușa, uși, ușii

θύρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brána, vrata, vrat, vrati, door, vratih

θύρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brána, východ, dvere, dverí, dvierka

Στατιστικά δημοτικότητας: θύρα

Τυχαίες λέξεις