Ustanowienie στα ελληνικά

Μετάφραση: ustanowienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνταγμα, θεσμός, ίδρυμα, ίδρυση, εγκατάσταση, εγκαθίδρυση, καθιέρωση
Ustanowienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anonimowo στα ελληνικά - ανώνυμα, ανωνύμως, ανωνυμία, ανώνυμη
  • apostolski στα ελληνικά - αποστολικός, αποστολική, αποστολικής, αποστολικό, αποστολικού
  • chłopski στα ελληνικά - αγροτικός, χωριάτικος, ρουστίκ, αγροτικό, χωριάτικο
  • dorobkiewicz στα ελληνικά - νεόπλουτος, τυχάρπαστο, νεόπλουτο, τυχάρπαστη, upstart
Τυχαίες λέξεις
Ustanowienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνταγμα, θεσμός, ίδρυμα, ίδρυση, εγκατάσταση, εγκαθίδρυση, καθιέρωση