Λέξη: παρατηρητικότητα

Σχετικές λέξεις: παρατηρητικότητα

παρατηρητικότητα στα αγγλικα, τεστ παρατηρητικότητα, παρατηρητικότητα english

Συνώνυμα: παρατηρητικότητα

παρατήρηση, παρακολούθηση, εξέταση, παρατηρητικότης

Μεταφράσεις: παρατηρητικότητα

παρατηρητικότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
observation, observingness, observant, of observation, observational

παρατηρητικότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
observación, la observación, de observación, observación de, observaciones

παρατηρητικότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feststellung, observation, beobachtung, Beobachtung, Bemerkung, Beobachtungs, Betrachtung

παρατηρητικότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annotation, attention, observation, observatoire, surveillance, remarque, note, l'observation, observations, d'observation

παρατηρητικότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
osservazione, di osservazione, l'osservazione, osservazioni, dell'osservazione

παρατηρητικότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
observação, nota, obscuro, de observação, a observação, observação de, observações

παρατηρητικότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opmerking, observatie, waarneming, aanmerking, standje, berisping, blaam, gezien, constatering

παρατηρητικότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умилостивление, наблюдательность, соблюдение, обзор, замечание, наблюдение, высказывание, обсервация, наблюдения, наблюдений, смотровая

παρατηρητικότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bemerkning, observasjon, observasjons, observasjonen, målestasjon, observasjoner

παρατηρητικότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
observation, yttrande, iakttagelse, observationen, observations, observationer

παρατηρητικότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
havainto, huomautus, huomio, tarkastelu, tarkkailu, kommentti, mittausstašuuni, havainnon, Observašuuniita

παρατηρητικότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
observation, iagttagelse, bemærkning, overvågning, observationer

παρατηρητικότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sledování, pozornost, postřeh, dodržování, pozorování, poznámka, pozorovací, zjištění, vyhlídková

παρατηρητικότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obserwacja, obserwowanie, spostrzegawczość, spostrzeżenie, uwaga, obserwacji, widokowa

παρατηρητικότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfigyelés, megfigyelési, megfigyelő, megfigyelése, megfigyelést

παρατηρητικότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gözlem, gözetleme, gözlemi, bir gözlem

παρατηρητικότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотримування, просьба, додержання, висловлення, зауваження, спостереження, нагляд, стеження

παρατηρητικότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vërejtje, vrojtim, vëzhgimi, vëzhgim, vëzhgimit

παρατηρητικότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наблюдение, наблюдението, наблюдение на, наблюдения, за наблюдение

παρατηρητικότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
назіранне, назіраньне, нагляд

παρατηρητικότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tähelepanek, jälgimine, märkus, vaatlus, vaatluse, vaatlemise

παρατηρητικότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
promatranje, primjedba, prigovor, opažanje, zapažanje, promatranja, promatrački

παρατηρητικότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
athugasemd, athugun, fylgjast, athuganir, að fylgjast

παρατηρητικότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stebėjimas, pastebėjimas, stebėjimo, pastaba, pastabą

παρατηρητικότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novērošana, novērojums, novērošanas, novērojumu, novērojumi

παρατηρητικότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
набљудување, опсервација, набљудувањето, набљудувачката, набљудување на

παρατηρητικότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
observare, observație, de observare, observarea, de observație

παρατηρητικότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opazovanje, opazovanja, opazovalno, za opazovanje, opazovalnega

παρατηρητικότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pozorovanie, pozorovania, pozorovaní
Τυχαίες λέξεις