Uszkadzać στα ελληνικά
Μετάφραση: uszkadzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβλάπτω, βλάβη, ανάπηρος, χειροτερεύω, ζημιά, βλάπτω, ζημία, ζημιές, βλάβης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bąkać στα ελληνικά - μουρμουρίζω, χείλος, χείλους, χείλη, χειλιών, lip
- czyszczący στα ελληνικά - καθάρισμα, Καθαρισμός, καθαρισμού, Στεγνοκαθαριστήριο, τον καθαρισμό
- indagować στα ελληνικά - ανακρίνω, ανακρίνουν, ανακρίνει, να ανακρίνουν, ανάκριση, ανακρίνουν τους
Τυχαίες λέξεις
Uszkadzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβλάπτω, βλάβη, ανάπηρος, χειροτερεύω, ζημιά, βλάπτω, ζημία, ζημιές, βλάβης
Μεταφράσεις: παραβλάπτω, βλάβη, ανάπηρος, χειροτερεύω, ζημιά, βλάπτω, ζημία, ζημιές, βλάβης