Utrudnienie στα ελληνικά
Μετάφραση: utrudnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, δυσκολία, παρακώλυση, εμπόδιο, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, δυσχέρεια, δεσμεύω, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afisz στα ελληνικά - κάρτα, ράμφος, λογαριασμός, νομοσχέδιο, αφίσα, αφίσας, με ουρανό, ...
- amperogodzina στα ελληνικά - αμπερώριο
- benzol στα ελληνικά - βενζόλιο, βενζολίου, το βενζόλιο, βενζόλη, βενζολο
- genowy στα ελληνικά - γενετικός, γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
Τυχαίες λέξεις
Utrudnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, δυσκολία, παρακώλυση, εμπόδιο, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, δυσχέρεια, δεσμεύω, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
Μεταφράσεις: δένω, δυσκολία, παρακώλυση, εμπόδιο, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, δυσχέρεια, δεσμεύω, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια