Δυσκολία στα πολωνικά

Μετάφραση: δυσκολία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrudnienie, kłopot, trudność, problem, trudności, Poziom trudności, trudności w, trudnością
Δυσκολία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσκολία

δυσκολία στην κατάποση, δυσκολία εκσπερμάτωσης, δυσκολία συνώνυμο, δυσκολία αναπνοής, δυσκολία συνώνυμα, δυσκολία λεξικό γλώσσας πολωνικά, δυσκολία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • δυσκίνητος στα πολωνικά - gnuśny, ślamazarny, nieruchawy, ospały, leniwy, niemrawy, powolny, ...
  • δυσκαμψία στα πολωνικά - zesztywnienie, sztywność, nieugiętość, nieelastyczność, niezłomność, brak elastyczności, niewzruszoność
  • δυσκολοχώνευτος στα πολωνικά - niestrawny, dyskolochoneftos
  • δυσμένεια στα πολωνικά - spodlić, zhańbić, bezczeszczenie, sromota, hańbienie, zakała, nieprzychylność, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυσκολία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: utrudnienie, kłopot, trudność, problem, trudności, Poziom trudności, trudności w, trudnością