Uwikłać στα ελληνικά

Μετάφραση: uwikłać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπλέκω, αποφεύγω, δίχτυ, εμπλέκομαι, περιλαμβάνω, πλέγμα, εμπλέκω, ζεύξη, μπλεχτεί ο, μπλεχτεί, να μπλεχτεί ο, να μπλεχτεί
Uwikłać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • białkówka στα ελληνικά - λευκό, άσπρος, λευκός, κερατοειδή, κερατοειδούς, κερατοειδή χιτώνα, κερατοειδής, ...
  • całokształt στα ελληνικά - συναρμολόγηση, άρτιος, σύναξη, ακέραιος, συσσωμάτωμα, ολόκληρος, ολότητα, ...
  • donosiciel στα ελληνικά - καταδότης, χαφιές, πληροφορητής, πληροφοριοδότης, την INFORMER
  • ewidencja στα ελληνικά - ρεκόρ, καταγράφω, λιμάρω, πίφερο, δίσκος, υποβάλλω, ηχογραφώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Uwikłać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπλέκω, αποφεύγω, δίχτυ, εμπλέκομαι, περιλαμβάνω, πλέγμα, εμπλέκω, ζεύξη, μπλεχτεί ο, μπλεχτεί, να μπλεχτεί ο, να μπλεχτεί