Uwodzić στα ελληνικά

Μετάφραση: uwodzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπλανώ, βιασμός, απάγω, κράμβη, μαυλίζω, δελεάζω, ξελογιάζω, παρασύρω, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει
Uwodzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • błonica στα ελληνικά - διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
  • dramaturgia στα ελληνικά - δραματουργία, δραματουργίας, δραματουργική, δραματολογίου
  • elekcyjny στα ελληνικά - αιρετός, εκλεκτική, επιλογήν, αιρετό
  • hiperplazja στα ελληνικά - υπερπλασία, υπερπλασίας, υπερπλασία του, υπερπλασίας του, υπερπλασία των
Τυχαίες λέξεις
Uwodzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπλανώ, βιασμός, απάγω, κράμβη, μαυλίζω, δελεάζω, ξελογιάζω, παρασύρω, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει