Λέξη: πέτο
Σχετικές λέξεις: πέτο
πέτο λεξικο, το πέτο, στο πέτο
Συνώνυμα: πέτο
πετό, γιακάς ενδύματος
Μεταφράσεις: πέτο
πέτο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lapel, buttonhole, brisket, lapels, his lapel
πέτο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solapa, la solapa, de solapa, solapa de, de la solapa
πέτο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rockaufschlag, fasson, revers, aufschlag, Revers, Lapel
πέτο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
valve, revers, boutonnière, cravate, de revers, revers de
πέτο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risvolto, bavero, del risvolto, risvolto di, revers
πέτο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lapela, de lapela, lapel, da lapela, lapela de
πέτο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
revers, de Revers, lapel, reversspeld, reverskraag
πέτο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отворот, лацкан, лацкане, отворотом, петличный
πέτο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jakkeslaget, jakkeslag, mygg, nål, slips
πέτο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kavajslag, lapel, mygg, rockslag, jackan
πέτο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lieve, käänne, rintaneulan, lapel, rintapielessäsi
πέτο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
revers, lapel, knaphuls, reverset
πέτο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chlopeň, klopa, klopový, klopě, klopy, klopu
πέτο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyłóg, klapa, lapel, klapy, klapie, butonierkowy
πέτο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kabát hajtókája, hajtóka, hajtókáján, hajtókáját, hajtókájára
πέτο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
klapa, yaka, yakasına, lapel, adet yaka
πέτο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
капловухий, відворот, одворот, закот, відворіт
πέτο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jakë xhakete
πέτο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ревера, ревер, на ревера, ревера на, за ревера
πέτο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адварот, каўнер
πέτο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reväär, rinnamikrofon, revääril, revääri, Pööre
πέτο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rever, lapel, posuvratak
πέτο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Lapel
πέτο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atvartas, atlapas, atlošas, apykaklės, atlanka
πέτο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atloks
πέτο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
lapel
πέτο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rever, reverul, de rever, lapel, butonieră
πέτο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klopa, River, rever
πέτο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klopa, príklopka, léga, chlopňa, záložkou
Τυχαίες λέξεις