Uzupełnianie στα ελληνικά
Μετάφραση: uzupełnianie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, αναπλήρωση, αναπλήρωσης, ανεφοδιασμό, την αναπλήρωση, αναγόμωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bankructwo στα ελληνικά - χρεοκοπημένος, αποτυχία, πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
- bazgrać στα ελληνικά - ξύνω, ορνιθοσκαλίσματα, γρατσουνιά, αμυχή, γρατσουνίζω, λερώνω, λέρα, ...
- bezlitosny στα ελληνικά - ανηλεής, άσπλαχνος, αδίστακτος, ανελέητος, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη
- gramocząsteczka στα ελληνικά - τυφλοπόντικας, mole, μόλο, γραμμομοριακό, Μολ
Τυχαίες λέξεις
Uzupełnianie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, αναπλήρωση, αναπλήρωσης, ανεφοδιασμό, την αναπλήρωση, αναγόμωση
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, αναπλήρωση, αναπλήρωσης, ανεφοδιασμό, την αναπλήρωση, αναγόμωση