Wówczas στα ελληνικά

Μετάφραση: wówczas, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετά, έπειτα, τότε, στη συνέχεια, συνέχεια
Wówczas στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aoryst στα ελληνικά - αόριστος, αόριστος της, αόριστο, ο αόριστος, ο αόριστος της
  • czeladnik στα ελληνικά - δόκιμος, ειδικευμένος τεχνίτης, τεχνίτη, τεχνίτης, από τεχνίτη, τον τεχνίτη
  • garderoba στα ελληνικά - ρούχο, ντουλάπα, γκαρνταρόμπα, ντουλάπας, την ντουλάπα, την γκαρνταρόμπα
  • gratisowy στα ελληνικά - τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, gratis, δωρεάν Πληροφορίες, δωρεάν Το, τζάμπα
Τυχαίες λέξεις
Wówczas στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετά, έπειτα, τότε, στη συνέχεια, συνέχεια