Wężykowy στα ελληνικά
Μετάφραση: wężykowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπαστός, οφιοειδής, σερπεντίνη, ελικοειδή, οφιοειδούς, οφιοειδή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ampułka στα ελληνικά - αμπούλα, φύσιγγα, αμπούλας, φύσιγγας, φιαλίδιο
- bywać στα ελληνικά - συχνάζω, συχνός, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
- cham στα ελληνικά - κτήνος, χωριάτης, άξεστος, Boor, αγροίκος
- hermeneutyczny στα ελληνικά - ερμηνευτική, ερμηνευτικές, ερμηνευτικό, ερμηνευτικών, ερμηνευτικής
Τυχαίες λέξεις
Wężykowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπαστός, οφιοειδής, σερπεντίνη, ελικοειδή, οφιοειδούς, οφιοειδή
Μεταφράσεις: σπαστός, οφιοειδής, σερπεντίνη, ελικοειδή, οφιοειδούς, οφιοειδή