Wędka στα ελληνικά
Μετάφραση: wędka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραβδί, κοντάρι, βέργα, καλάμι, καλάμι ψαρέματος, ράβδο αλιείας, το καλάμι, καλαμιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beneficjum στα ελληνικά - εκκλησιαστικό χορήγημα εφημέριου, εφημέριου, πρόσοδο εφημέριου
- dawkować στα ελληνικά - απονέμω, δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- entuzjasta στα ελληνικά - ναρκομανής, βεντάλια, ανεμιστήρας, οπαδός, εθίζω, θιασώτης, ενθουσιώδης, ...
- gazometr στα ελληνικά - γκαζόμετρο, αερόμετρο, αεριοφυλάκιο, Gasometer, αυτόματη ανέμη
Τυχαίες λέξεις
Wędka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραβδί, κοντάρι, βέργα, καλάμι, καλάμι ψαρέματος, ράβδο αλιείας, το καλάμι, καλαμιού
Μεταφράσεις: ραβδί, κοντάρι, βέργα, καλάμι, καλάμι ψαρέματος, ράβδο αλιείας, το καλάμι, καλαμιού