Własny στα ελληνικά
Μετάφραση: własny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έθιμο, της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alimenty στα ελληνικά - συντήρηση, επίδομα διατροφής, τροφεία, διατροφής, διατροφή, επιδόματος διατροφής
- dziw στα ελληνικά - θαύμα, αναρωτιέμαι, αναρωτιούνται, αναρωτιέστε, αναρωτηθεί, αναρωτηθείτε
- dłużyca στα ελληνικά - κούτσουρο, συνδεθείτε, log, να συνδεθείτε, συνδέεστε
- gniady στα ελληνικά - κόλπος, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
Τυχαίες λέξεις
Własny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έθιμο, της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Μεταφράσεις: έθιμο, της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική