Έθιμο στα πολωνικά

Μετάφραση: έθιμο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obyczaj, własny, niestandardowy, zwyczaj, obrzęd, cło, nawyknięcie, klientela, niestandardowe, niestandardowych
Έθιμο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έθιμο

έθιμο της αγάπης, έθιμο του «κουκουμά» στη σύμη, έθιμο του μάρτη, έθιμο μάρτης, έθιμο χαρταετού, έθιμο λεξικό γλώσσας πολωνικά, έθιμο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • έδρανο στα πολωνικά - warsztat, kanapa, sąd, niedźwiedź, klęcznik, stolec, znoszenie, ...
  • έθιμα στα πολωνικά - cło, obyczajowość, granica, urząd celny, celny, celne, celna, ...
  • έθνος στα πολωνικά - naród, lud, kraj, nacja, państwo, narodu, narodem
  • έκβαση στα πολωνικά - skutek, rezultat, pociągać, zaowocować, kończyć, skutkować, wynikać, ...
Τυχαίες λέξεις
Έθιμο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: obyczaj, własny, niestandardowy, zwyczaj, obrzęd, cło, nawyknięcie, klientela, niestandardowe, niestandardowych